- αφιλοικτίρμων
- ἀφιλοικτίρμων (-ονος), -ον (Μ)αυτός που δεν είναι φιλεύσπλαχνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφιλοικτίρμων — unmerciful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτίρμονα — ἀφιλοικτίρμων unmerciful neut nom/voc/acc pl ἀφιλοικτίρμων unmerciful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτιρμόνων — ἀφιλοικτίρμων unmerciful gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτιρμόνως — ἀφιλοικτίρμων unmerciful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτίρμονας — ἀφιλοικτίρμων unmerciful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτίρμονες — ἀφιλοικτίρμων unmerciful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτίρμονος — ἀφιλοικτίρμων unmerciful gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)